345 363 Achille appelle Thétis
Thétis vient consoler son fils
Iliade, I 345-363 Achille et Thétis 1
Ὣς φάτο · Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ ΄ ἑταίρῳ, 345
ἐκ δ ΄ ἄγαγε κλισίης Βρισηΐδα καλλιπάρῃον,
δῶκε δ ΄ ἄγειν · τὼ δ ΄ αὖτις ἴτην παρὰ νῆας Ἀχαιῶν.
Ἡ δ ΄ ἀέκουσ ΄ ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
δακρύσας, ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθεὶς,
θῖν ΄ ἔφ ΄ ἁλὸς πολιῆς, ὁρόων ἐπὶ οἴνοπα πόντον. 350
Πολλὰ δὲ μητρὶ φίλῃ ἠρήσσατο, χεῖρας ὀρεγνύς·
Μῆτερ, ἐπεί μ ΄ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα,
τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι,
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης· νῦν δ ΄ οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν.
Ἦ γάρ μ ΄ Ἀτρείδης εὐρυκρείων Ἀγαμέμνων 355
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας, αὐτὸς ἀπούρας.
Ὣς φάτο δακρυ χέων· τοῦ δ ΄ ἔκλυε πότνια μήτηρ,
ἠμένη ἐν βένθεσσιν ἁλὸς παρὰ πατρὶ γέροντι·
καρπαλίμως δ ΄ ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς, ἠΰτ ΄ ὀμίχλη·
καί ῥα πάροιθ ΄ αὐτοῖο καθέζετο δακρυχέοντος, 360
χειρί τέ μιν κατέρεξεν, ἔπος τ ΄ ἔφατ ΄ , ἔκ ΄ τ ΄ ὀνόμαζε ·
Τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;
ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.
Vocabulaire par ordre de fréquence:
Fréquence 1
εἶμι (ἴτην) : aller
οἶδα ( εἴδω) : savoir
τιμή, ῆς (ἡ) : l'honneur
Fréquence 2
ἀέκων (ἄκων), ἀέκουσα, ον : contre son gré
γέρων,οντος (ὁ) : le vieillard
κλύω : entendre
Fréquence 3
δάκρυ,υος (τό) : les larmes, les pleurs
κλαίω : pleurer, se lamenter
πόντος, ου (ὁ) : la haute mer, le large
Fréquence 4
ἄμφω : tous les deux
δακρύω : pleurer
πάροιθε(ν) : en avant
πένθος,ους (τό) : la douleur, le deuil
πότνια,ας : souveraine, auguste
ὥς : ainsi
Ne pas apprendre
ἅλς, ἁλός (ἡ) : la mer
ἀνα-δύομαι ( ἀνέδυν) : sortir, remonter de
ἀ- πείρων,ων, ον : sans limite, infini
ἀπ-αυράω,ῶ (ἀπηύρα, ἀπούρας) : enlever
ἀράομαι : prier
ἀ-τιμάω,ῶ : mépriser
αὐτάρ : mais, ensuite, d'autre part
αὖτις : de nouveau, en arrière, ensuite
ἄφαρ : aussitôt, sur le champ
βένθος,ους (τό) : la profondeur
ἐγ-γυάλιζω : mettre en main
ἓζομαι : s'asseoir
ἐξ-αυδάω,ῶ : exprimer
ἐξ-ονομάζω : appeler par son nom
ἐπι-πείθομαι : cèder, obéir à
εὐρύ : largement, au loin
ἠΰτε : comme
θίς, θινός (ὁ, ἡ) : le sable, la plage, la grève
καλλι-πάρῃος,ος,ον : aux belles joues
καρπαλίμως : promptement, rapidement
καταρρέζω (κατέρεξα) : caresser
κεύθω : cacher
κίω : aller
κρείων ,οντος (ὁ): le chef, le souverain
λιάζομαι : s'éloigner
μινυνθάδιος,α,ον : éphémère
νόσφι : à l'écart de (+ gén), à l'écart
οἶνοψ,οπος : vineux, couleur de vin
ὀμίχλη,ης (ἡ) : la vapeur, le brouillard
ὀρέγνυμι ( ὀρεγνύς) : tendre, étendre
ὀφέλλω : devoir
περ : bien que (+ part), du moins
πολιός, ά, όν : gris
τίω : estimer, honorer
τυτθόν : un petit peu, à peine
ὑψιβρεμέτης : qui gronde dans le ciel
χέω : verser, répandre
Grammaire : Les parfaits; le duel.