223 246 Le serment d'Achille
Achille se met en grève
Iliade I 223-246 Le serment d'Achille
Πηλεΐδης δ΄ ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν 223
Ἀτρεΐδην προσέειπε, καὶ οὔπω λῆγε χόλοιο ·
Οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ ΄ ἔχων, κραδίην δ ΄ ἐλάφοιο, 225
οὔτέ ποτ ΄ ἐς πόλεμον ἅμα λαῷ θωρηχθῆναι
οὔτε λόχονδ ΄ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν
τέτληκας θυμῷ· τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι·
ἦ πολὺ λώϊόν ἐστι κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
δῶρ ΄ ἀποαιρεῖσθαι ὅστις σέθεν ἀντίον εἴπῃ · 230
δημοβόρος βασιλεύς, ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις·
ἦ γὰρ ἄν, Ἀτρεΐδη, νῦν ὕστατα λωβήσαιο.
Ἀλλ ΄ ἔκ τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
ναὶ μὰ τόδε σκῆπτρον, τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους
φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν, 235
οὐδ ΄ ἀναθηλήσει · περὶ γάρ ῥα ἑ χαλκὸς ἔλεψε
φύλλά τε καὶ φλοιόν· νῦν αὖτέ μιν υἷες Ἀχαιῶν
ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας
πρὸς Διὸς εἰρύαται· ὁ δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος ·
ἦ ποτ ΄ Ἀχιλλῆος ποθὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν 240
σύμπαντας· τότε δ ΄ οὔ τι δυνήσεαι ἀχνύμενός περ
χραισμεῖν, εὖτ ΄ ἂν πολλοὶ ὑφ ΄ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
θνῄσκοντες πίπτωσι· σὺ δ ΄ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις
χωόμενος ὅτ ΄ ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας.
Ὣς φάτο Πηλεΐδης, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ 245
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον, ἕζετο δ ΄ αὐτός.
Vocabulaire par ordre de fréquence :
Fréquence 1
ἐπεί : quand, après que, parce que
ὅρκος,ου (ὁ) : le serment
περί : adv tout autour
ποτε : un jour
τότε : alors
φύω : faire pousser
Fréquence 2
μά+Α : par
ὄμμα,ατος (τό) : l'œil
ὄμνυμι (ὀμοῦμαι) : jurer
πίπτω : tomber
στρατός,οῦ (ὁ) : l'armée
Fréquence 3
κύων,κυνός (ὁ) : le chien
ὄρος,ους (τό) : la montagne
οὔ-πω : pas encore
τλάω : supporter, oser
χρύσειος,εια,ειον : en or, d'or
Fréquence 4
θέμιστες,ων (αἱ) : les lois
θυμός,οῦ (ὁ) : le courage, le cœur
ἱκνέομαι,οῦμαι, ἵξομαι, ἱκόμην, ἷγμαι : venir, supplier
ναί : oui
Ne pas apprendre
ἀμύττω, ἀμύξω : déchirer
ἀνα-θηλέω,ῶ : re-fleurir
ἀνδρο-φόνος,ος,ον : meurtrier, tueur d'hommes
ἀντίον : en face
ἀ-ταρτηρός,ά,όν : funeste, violent
αὖτε : de nouveau, à son tour , au contraire
ἄχνυμαι : être affligé, angoissé
δημο-βόρος,ος,ον : mangeur de peuples
δικασπόλος,ος,ον : qui rend la justice
ἕζομαι : s'asseoir
εἴδομαι : sembler
ἔλαφος,ου (ὁ, ἡ) : le cerf, la biche
ἔνδοθι : au- dedans
ἐξ-αυτις : de nouveau, en arrière
ἐπεὶ πρῶτα : à partir du moment où
ἐπί : adv en outre
ἔπος,ους (τό) : la parole, la promesse
ἐρέω : interroger (2 acc); futur de "dire"
ἐρύομαι : sauver, maintenir
εὐρύς,εῖα,ύν : large
εὖτ ΄ ἄν = ὁτάν : lorsque
ἦ γάρ ἄν: car certes autrement
ἧλος,ου (ὁ) : le clou
θωρήσσομαι : se cuirasser
κραδίη,ης (ἡ) : le cœur
κήρ, κηρός (ἡ) : la mort
λαός,οῦ (ὁ) : peuple, armée, soldats (pluriel)
λέπω : écorcher
λήγω : cesser + génitif
λόχονδε : pour aller en embuscade
λωβάομαι,ῶμαι : outrager, maltraiter, ravager
λωΐων,ων,ον : plus avantageux, meilleur
ὄζος,ου (ὁ) : pousse, rameau
οἰνο-βαρής,ής,ές : lourd de vin
οὐτι-δανός,η,ον : sans aucune valeur
παλάμη,ης (ἡ) : paume; violence, ruse.
πείρω, περῶ, ἔπειρα; (πέπαρμαι) : percer, traverser
περ : + part : bien que
ποθἡ,ῆς (ἡ) = πόθος, ου (ὁ) : regret, désir
ποτί = πρός
πρὸς Διός : au nom de Zeus
σκῆπτρον,ου (τό) ; bâton, sceptre
τίω : honorer, estimer
τομή, ῆς (ἡ) : coupure, amputation
ὕστατα : pour la dernière fois
φλοιός,οῦ (ὁ) : l'écorce
φορέω,ῶ : porter, avoir en soi
φύλλον,ου (τό) : la feuille
χαλκός, οῦ (ὁ) : l'airain, tout objet en airain
χόλος,ου (ὁ) : la colère
χραισμέω,ῶ : être utile
χώομαι : être irrité contre